- δενδροτομίᾳ
- δενδροτομίᾱͅ , δενδροτομίαlaying wastefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δενδροτομία — η το κόψιμο των δέντρων, η υλοτομία: Η δενδροτομία στα δάση δε θα πρέπει να είναι τυχαία, μα οργανωμένη από τη δασική υπηρεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δενδροτομία — η (AM δεντροτομία) [δενδροτομώ] το κόψιμο τών δένδρων, η υλοτομία νεοελλ. η ενίσχυση αμυντικών έργων με κορμούς δένδρων αρχ. η καταστροφή εχθρικής περιοχής που επιτυγχάνεται με το κόψιμο δένδρων … Dictionary of Greek
δενδροτομίας — δενδροτομίᾱς , δενδροτομία laying waste fem acc pl δενδροτομίᾱς , δενδροτομία laying waste fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροτομιῶν — δενδροτομία laying waste fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροτομίαις — δενδροτομία laying waste fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροτόμος — ο αυτός που ασχολείται στην πράξη με τη δενδροτομία, ξυλοκόπος, υλοτόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)